Περιγραφή
Σχετικά με το βιβλίο “Οδυνηρό χάρισμα” (Κοινωνικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα μυστηρίου).
Δουλειά ενός καλλιτέχνη είναι να υπενθυμίζει στο κοινό του αυτά που επέλεξε να ξεχάσει.
Η λέξη χάρισμα χρησιμοποιείται με τις βεμπεριανές εκδοχές της. Δηλαδή, το καθαρό χάρισμα, όπου εμφανίζεται αποτελεί μια έσωθεν αναδιαμόρφωση, ένα «κάλεσμα» με την εμφατική έννοια της λέξης. Ως «αποστολή» ή ως εσωτερικό καθήκον.
Από ψυχολογική πλευρά η αναγνώριση του χαρίσματος είναι μια τελείως προσωπική αφοσίωση πίστης που γεννιέται από ενθουσιασμό ή από ανάγκη και ελπίδα.
Ο κλόουν με τον νάνο στο βιβλίο αλλάζουν την κεντρική κατεύθυνση
του φρονήματος και της πράξης σε όσους συναντούν.
Ειδικά το κεντρικό πρόσωπο του Ασημάκη, υφίσταται πλήρη αναπροσανατολισμό
όλων των συμπεριφορών προς όλες τις βιοτικές μορφές και τον «κόσμο εν’ γένει».
Το χάρισμα είναι η μεγάλη επαναστατική δύναμη σε παραδοσιακά δεσμευμένες περιόδους!
ΥΠΟΘΕΣΗ
Το καλοκαίρι του 1987 στην κατασκήνωση της Σαγιάδας βρίσκει μια παρέα παιδιών να περνάει απ’ την επώαση των ονείρων στη χαρμολύπη, εξαιτίας των δυσάρεστων γεγονότων που προκαλούν ορισμένοι στυγνοί δουλέμποροι ανθρώπινων ψυχών. Επιπρόσθετα, το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ απλώνει παντού το αίσθημα της ανικανότητας για την προστασία των παιδιών στον νέο κόσμο που φτιάχτηκε. Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο βιολόγος Νικήτας Χαρίτος αυτοπροσδιορίζεται με τον ανιψιό του και την παρέα ,των παιδιών. Μοιράζεται πριν φύγει για τη Λυών, τα θέλω, τις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους. Παρατηρεί πως ο νεαρός <<ρολάρει>>ασυνήθιστα ,στηριζόμενος σ’ όλες τις φωνές μέσα του. Μόνο που τον ομφάλιο λώρο στο ασυγκράτητο και εκστασιασμένο νεανικό πνεύμα, κρατούν οι απίθανες μορφές ενός κλόουν και ενός νάνου. Ο επιστήμονας σιγουρεύεται τελικά ότι αυτές οι φιγούρες -που εμφανίζονται με το βουητό των μελισσών] έχουν αλλάξει το DNA του παιδιού. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει όσους συναντούν αυτές τις μυστηριώδεις μορφές, για την επίδραση που έχουν πάνω τους στον χωρόχρονο!
Έτσι η Σμαράγδα με το Γιάννη αντιμετωπίζουν καταστάσεις μύησης και εξιλέωσης, αντιλαμβανόμενοι ότι “η μαγεία βρίσκεται παντού” φτάνει να είναι κανείς σε θέση, να ξέρει που να κοιτάξει…
Βίκυ Ζηλιασκοπούλου – Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών –
Κριτική: Βίκυ Ζηλιασκοπούλου
Το βιβλίο ξεκινάει λίγο περίεργα, με μια περιγραφή ψαριών και φυτών σε ένα βυθό και με μια αυτοκτονία, όπου και γνωρίζουμε κάποιες μορφές που θα παίξουν ρόλο στην πλοκή πολύ αργότερα. Στη συνέχεια περνάει στη σημερινή εποχή, όπου συναντάμε τον Γιάννη Ασημάκη (βασικό πρωταγωνιστή) σε μεγάλη ηλικία, να επιστρέφει στο σπίτι των γονιών του στη Δεσκάτη, ένα ορεινό χωριό. Εκεί, η μητέρα του του δίνει ένα γράμμα από τη Σμαράγδα, παιδική του φίλη.
Την επανέλαβε αρκετές φορές και διαχειρίστηκε κάπως τα “ατίθασα στοιχεία και ό,τι σε πνίγει” όπως τον προέτρεπαν και δίδασκαν στο ινστιτούτο εκπαίδευσης οι ειδικοί. Στο Λονδίνο του είπανε πως αν προφέρει πάνω από εκατό φορές μια λέξη που τον περιορίζει, τότε αυτομάτως θα χάσει τη σημασία όπως και το εννοιολογικό της περιεχόμενο. Θυμήθηκε τη νεράιδα που σκόρπιζε χρυσόσκονη παλιά στην κατασκήνωση και ένα επικό κλειδί που τοποθέτησε ο ίδιος στο μπαούλο.”
Με έναυσμα αυτό το γεγονός περνάμε στην κυρίως υπόθεση και μεταφερόμαστε στα παιδικά χρόνια του Γιάννη, όπου μαζί με τους φίλους του πηγαίνει σε μια κατασκήνωση στη Σαγιάδα, που διευθύνει ο πατέρας της Σμαράγδας. Στην αρχή μας περιγράφει την καθημερινότητα των παιδιών στην κατασκήνωση, ενώ εμβόλιμα υπάρχουν και αναμνήσεις του Γιάννη από τη σχολική ή την οικογενειακή του ζωή, μέχρι τη στιγμή που άθελά του γίνεται μάρτυρας ενός περιστατικού δουλεμπορίας. Με τη βοήθεια των φίλων του και την παρότρυνση δυο πλασμάτων που εμφανίζονται με τις μορφές ενός νάνου και ενός κλόουν, αποφασίζουν να αναλάβουν δράση ώστε να απελευθερώσουν τους ομήρους.
«Με έσωσε από βέβαιο θάνατο», επέμεινε και έτσι ο νεαρός κοίταγε κατά καιρούς τις πλαγιές του βουνού, μήπως και δει το αιωνόβιο δέντρο. Δεν ήταν σίγουρος, μα χάζευε ένα παρόμοιο λευκάδι να’ ναι εντελώς αποκομμένο απ’ τα υπόλοιπα. Ακριβώς όπως στην περιγραφή. Η μέλισσα είχε μπλεχτεί στη σίτα και δυνάμωνε τον θόρυβο. Ο ειρμός του ταξίδευε μέσα απ’ τις διηγήσεις του παππού.
Δε θα πω περισσότερα για την εξέλιξη της ιστορίας, θα πω ωστόσο ότι μου έκανε εντύπωση ο λόγος του συγγραφέα που ήταν λίγο διαφορετικός από τον συνηθισμένο γραπτό λόγο, ίσως λίγο πιο πολύπλοκος.
Περίληψη: Το καλοκαίρι του 1987 στην κατασκήνωση της Σαγιάδας βρίσκει μια παρέα παιδιών να περνάει απ΄ την επώαση των ονείρων στην χαρμολύπη, εξαιτίας των δυσάρεστων γεγονότων που προκαλούν ορισμένοι στυγνοί δουλέμποροι ανθρωπίνων ψυχών.
Επιπρόσθετα, το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ απλώνει το αίσθημα της ανικανότητας για την προστασία των παιδιών στον νέο κόσμο που φτιάχτηκε.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο βιολόγος Χαρίτος αυτοπροσδιορίζεται με τον ανιψιό του και την παρέα των παιδιών. Μοιράζεται πριν φύγει για τη Λυών τα θέλω, τις ανησυχίες και τις επιθυμίες τους. Παρατηρεί πως ο νεαρός «ρολάρει» ασυνήθιστα και στηρίζεται σ΄ όλες τις φωνές μέσα του. Μόνο που τον ομφάλιο λώρο στο ασυγκράτητο και εκστασιασμένο νεανικό πνεύμα, κρατούν οι απίθανες μορφές ενός κλόουν και ενός νάνου!
Ο επιστήμονας σιγουρεύεται τελικά ότι αυτές οι φιγούρες (που εμφανίζονται με το βουητό των μελισσών) έχουν αλλάξει το DNA του παιδιού. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να προετοιμάσει όσους συναντούν αυτές τις μυστηριώδεις μορφές, για την επίδραση που έχουν πάνω τους στον χωροχρόνο!
Έτσι ο Γιάννης με τη Σμαράγδα αντιμετωπίζουν καταστάσεις εξιλέωσης, όπου η «μαγεία βρίσκεται παντού» φτάνει να είναι κανείς σε θέση, να ξέρει που να κοιτάξει…