Περιγραφή
“Η στάθμη του σώματος ποικίλλει
από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Είναι όπως λέμε: να το φεγγάρι
και αυτό ουσιαστικά είναι ένα
ψάρι στη λίμνη και η λίμνη
σιγά σιγά αποξηραίνεται και σε φωνάζω
με το μικρό σου όνομα.
– Μια τρύπια δεκάρα όλα
στον πάτο της λίμνης
μέσα στη λάσπη και στο όραμα”.
Ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές, ο Γιάννης Κοντός, στη δέκατη έβδομη ποιητική συλλογή του μας χαρίζει σπαράγματα στίχων, ποίηση-απόσταγμα μιας εξαιρετικά βιωμένης ποιητικής εμπειρίας και πορείας.
[…] Δυνατό είναι το άρωμα (“μέλι και γιασεμί”) των στίχων (“Στο σκοτεινό μέρος του κήπου/ όπου τα λουλούδια συνωμοτούν”) της νέας απέριττης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Κοντού, ο οποίος, σίγουρα, δεν χρειάζεται συστάσεις -μόνο που αυτό το άρωμα είναι πολύ πιο “εγκεφαλικό” από εκείνο της δημοτικής ποίησης, πιο εσωστρεφές και, βέβαια, αμετάκλητα πικραμένο. Όσο για την παλαιά καλή συνήθεια της αρμονικής συνεργασίας τής ποίησης του Κοντού με τις εικαστικές τέχνες, καταλήγει εδώ ενίοτε σε ποιητικές λεζάντες φανταστικών πινάκων, τόσο ονειρικών όσο και η ζωγραφική του Δημήτρη Γέρου που κοσμεί το βιβλίο και εξεικονίζει το ανείπωτο των λέξεων. “Το δάκρυ του φρούτου/ όταν αποχωρίζεται το δέντρο” σμίγει με το “ασήκωτο” φως της μέρας, φτιαγμένο από “κομμάτια νύχτας (που) πέφτουν στη φωτιά”, ενώ τα ρολόγια “πάνω στα ποιήματα” περιμένουν τις χαρές “με μεγάλη λύπη” πλένοντας “τα κουρασμένα πόδια των αγγέλων”. Όταν δεν ξεχνιέται στο μηδέν, ο ποιητής “φυσά” μόνος “τον πηλό του να ξαναγίνει άνθρωπος” και, στη συνέχεια (όπως σε εκείνο το ποίημα της Μελισσάνθης που του άρεσε, με τον τίτλο “Στη νύχτα που έρχεται”), να ρίξει ρίζες, να ρίξει κλαδιά, να γίνει δέντρο που διψά ουρανό κι όλο αρπάζεται με δύναμη από τη γη.
Η ελπίδα μάς ζει και μάς πεθαίνει. Η νέα συλλογή του Γιάννη Κοντού, “λάμνοντας με κάτι κουπιά τσακισμένα”, όπως διαβάζουμε στον στίχο του Διονυσίου Σολωμού που έχει ως μότο, εξιστορεί ακόμη μία περιπέτεια αυτής της ελπίδας. (Σταυρούλα Γ. Τσούπρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Βιβλιοθήκη, 30/7/2011)